- τσίφτης
- ο, θηλ. τσίφτισσα, Ν1. (για πρόσ.) α) τέλειος, άψογοςβ) ευκίνητος, γρήγορος, καπάτσος («χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα», λαϊκό τραγούδι)2. ζωολ. κοινή ονομασία τού γερακιού Μilvus migrans τής οικογένειας accipitridae.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift «ζευγάρι»].
Dictionary of Greek. 2013.