τσίφτης

τσίφτης
ο, θηλ. τσίφτισσα, Ν
1. (για πρόσ.) α) τέλειος, άψογος
β) ευκίνητος, γρήγορος, καπάτσος («χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα», λαϊκό τραγούδι)
2. ζωολ. κοινή ονομασία τού γερακιού Μilvus migrans τής οικογένειας accipitridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift «ζευγάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσίφτης, -ισσα, -ικο — (λ. τουρκ.), αρσ. πληθ. ηδες 1. τέλειος, άψογος, φίνος, εντάξει: Είναι τσίφτης στο ντύσιμό του. 2. ικανός, καπάτσος: Δώσ του δύσκολη δουλειά, είναι τσίφτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπέριζα — γένος πτηνών τής οικογένειας τών σπιζιδών (αμπελουργός, κρασοπούλι, τσίφτης κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • μίλβος — ο ζωολ. βλ. τσίφτης …   Dictionary of Greek

  • τσίφτικος — η, ο, Ν [τσίφτης] αυτός που αρμόζει σε τσίφτη. επίρρ... τσίφτικα Ν με τσίφτικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τυπάς — (I) άδος, ἡ, Α βλ. τυπάδα. (II) ο, Ν (ιδιωμ. τ.) 1. αυτός που έχει ύφος 2. καπάτσος, τσίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς, φαφλατ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”